- γυναικολύπως
- γυναικολύπως επίρρ. (Μ)με τον τρόπο που λυπούνται οι γυναίκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + λύπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek